πεποιημέναι

πεποιημέναι
ποιέω
make
perf part mp fem nom/voc pl
πεποιημένᾱͅ , ποιέω
make
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρβάτινος — καρβάτινος, ίνη, ον (Α) 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο δέρμα, ιδίως βοδιού 2. (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καρβάτιναι είδος υποδημάτων από ακατέργαστο δέρμα, «τσαρούχια» (α. «καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων… …   Dictionary of Greek

  • πεποιημέν' — πεποιημένα , ποιέω make perf part mp neut nom/voc/acc pl πεποιημένε , ποιέω make perf part mp masc voc sg πεποιημέναι , ποιέω make perf part mp fem nom/voc pl πεποιημένᾱͅ , ποιέω make perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”